Ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του είναι παγιδευμένοι στη σπηλιά του Κύκλωπα. Αλλά έχει πάντα σχέδιο. Ακονίζει ένα παλούκι και, αφού μέθυσε τον Πολύφημο, του το καρφώνει στο μάτι. Οι άντρες ξεφεύγουν χάρη σε ένα ακόμα κόλπο. Δένονται στις κοιλιές των προβάτων για να βγουν από τη σπηλιά χωρίς να τους καταλάβει ο Κύκλωπας. Όμως, φτάνοντας στα πλοία, γεμάτος οργή, ο Οδυσσέας αποκαλύπτει το όνομά του στον Κύκλωπα, ο οποίος ζητά από τον πατέρα του, τον Ποσειδώνα, να πάρει εκδίκηση. Αμέσως, ξεσπά καταιγίδα. Ο ταλαιπωρημένος στόλος αναγκάζεται να δέσει στο νησί του Αιόλου, ο οποίος τούς προσφέρει έναν ασκό που μέσα του έχει όλους του ανέμους που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την επιστροφή του στην Ιθάκη. Αλλά, βέβαιοι ότι περιέχει κάποιον θησαυρό, οι ναυτικοί τον αρπάζουν. Η απληστία τους απελευθερώνει τους ανέμους, οι οποίοι τους ωθούν πίσω στον Αίολο. Αυτήν τη φορά, πεπεισμένος ότι ο Οδυσσέας είναι καταραμένος, ο φύλακας των ανέμων αρνείται να τον βοηθήσει.